Νους εναντίον καρδιάς.
Σχολώντας, πήρα την λάθος απόφαση να καβαλήσω το λεωφορείο της Καλαμαριάς για να πάω να αγοράσω φακούς επαφής από το μαγαζάκι στον πεζόδρομο που τους έχει σε "μοναδική προσφορά" τα τελευταία 4 χρόνια. Λάθος, διότι αυτό που δεν σκέφτηκε το συνήθως οξυδερκές μυαλό μου, είναι ότι τα συνοικιακά μαγαζάκια παραμένουν κλειστά τα μεσημέρια.
Έτσι βρέθηκα μισοκοιμισμενη από την κούραση και την ζέστη του καταμεσήμερου, αγκαλιά με την δεύτερη δόση καφεινης που μου αναλογούσε για την ημέρα, να διαβάζω Φιτζεραλντ στην πλατεία του πεζοδρομου και να πληττω πρωτοφανως με την υπερβολικα διασκεδαστική ζωή των ηρώων του.
Καθώς το λατρεμένο μου ναρκωτικό πάσχιζε να μου χαρίσει την απαιτούμενη συγκέντρωση για να χαθω στην Νέα Υορκη του 1922, οι περαστικοί στην Θεσσαλονικη του 2018 ήταν άκρως πιο ενδιαφεροντες - συγγνώμη Φ. Σκοτ.
Μία 40αρα μητέρα είχε μόλις εγκατασταθεί στο απέναντι παγκάκι και προσπαθουσε να κάνει τον 5χρονο γιο της να καθίσει ακίνητος για όση ώρα χρειάζεται ένα 5χρονο να φάει μία τυρόπιτα - περίπου 2μιση ώρες δηλαδή. Ελάχιστη ώρα αργότερα ένα αγόρι με τα μισά της χρόνια ήρθε να κάτσει δίπλα της κοιτώντας ευθεία ενώ της μιλούσε, σαν κατάσκοπος σε κωμωδία που έδινε αναφορά στον ανώτερο του προσπαθώντας επί ματαιω να μην τραβάει την προσοχή.
Ακουγα ξεδιάντροπα την συζήτηση τους, κατά την οποία ο νεαρός ζητούσε από την γυναίκα τον λόγο που δεν μπορούσαν να πάνε μία εκδρομή και γιατί να έπρεπε να δίνουν αναφορά για την ζωή τους ενώ άφηναν τα σαββατοκύριακα του καλοκαιριού να περνάνε μπροστά από τα μάτια τους. Απόλυτα συνεπαρμένη άκουγα την γυναίκα να μουρμουριζει λέξεις όπως "ελεύθερη" και "διαζύγιο" ενώ κατέληξε σε ένα απότομο "Δεν θέλω να το συζητησω."
Το τέλειο παιδάκι της - τέλειο όπως είναι τα παιδιά από την φύση τους, αλλά λίγο παραπάνω τέλειο στα δικά μου μάτια επειδή μοιραζόταν το ίδιο όνομα με τον αδερφό μου - προσπαθούσε απεγνωσμένα να της τραβήξει την προσοχή, κάτι το οποίο περιλάμβανε το να ταΐζει γενναιόδωρες ποσότητες από την τυρόπιτα του στα περιστέρια, μέχρι το να τα κλωτσάει στριγκλίζοντας. Μάταια. Η γυναίκα ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στον νεαρό, ο οποίος πια είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια και την γυναίκα και πήγε να κάτσει σε μια διπλανή καφετέρια όπου μετά από λίγο συγκεντρώθηκε η οριακά ενήλικη παρέα του.
Πραγματικά δεν ήξερα για ποιον να νιώσω πιο άσχημα: για το παιδάκι, την γυναίκα ή τον νεαρό;. Το παιδάκι δεν έφταιγε σε τίποτα να βιώνει την, ελπίζω ελαφρά, αδιαφορία της μητέρας του - από την άλλη είχα μόλις στα 27 μου ξεκινήσει να βιώνω έντονα ερωτικά συναισθήματα για κάποιον κι ένιωθα εντελώς πνιγμένη σε έναν κυκεώνα σκέψεων, υποθέσεων, αγρυπνιών και καρδιοχτύπων υπερβολικά εφηβικών για την ηλικία μου, άρα μπορούσα μόνο να φαντάζομαι πώς θα ένιωθε μια γυναίκα με σχεδόν τα διπλά μου χρόνια, ένα παιδί στη ζωή της κι εγκλωβισμένη νομικά, ηθικά και δυστυχώς κοινωνικά από το να πράξει ότι εκείνη θέλει όποτε το θέλει. Όσο για τον νεαρό, οι γνώσεις μου στο πώς βιώνουν οι άντρες τα συναισθήματα, ήταν περιορισμένη στο κυνικότατο "ΔΕΝ νιώθουν", αλλά η απελπισμένη δυστυχία που ήταν αποτυπωμένη στο νεανικό του πρόσωπο, αρκούσε για να με κάνει να τον λυπηθώ χωρίς απαραίτητα να τον καταλαβαίνω.
Σε αυτό το σημείο ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο έχοντας καταναλώσει μια τίμια ποσότητα καφέ, μελανιού κι όσων θερμίδων χρειαζόμουν για να αλλάξω θέση στο παγκάκι, όσο ο ήλιος άλλαζε θέση στο διάστημα. Ξελιγωμένη από την πείνα πλέον, είδα με ανακούφιση μετά από μιάμιση ώρα (σωματικής, αλλά ποτέ πνευματικής) απραγίας ένα κατάστημα να σηκώνει τα απογευματινά ρολά του.
Η πλατεία είχε δροσίσει από τις σκιές των δέντρων που βγήκαν από την μεσημεριανή κρυψώνα τους σύμφωνα με την προγραμματισμένη μετατόπιση του ήλιου κι ο χώρος έπαιρνε επιτέλους ζωή, καθώς οι άνθρωποι σαν τα σαλιγκάρια μετά την βροχή έβγαιναν από τα καβούκια τους.
Τελειώνοντας μερικές από τις φράσεις που μόλις διαβάσατε στο μπλοκάκι μου κι έτοιμη να φύγω, ήρθε κι έκατσε δίπλα μου ένας κύριος γύρω στα 65 κι άρχισε ασθμαίνοντας από το περπάτημα να μου μιλάει για την γυναίκα του την Άννα. Ως κορίτσι μεγαλωμένο στον δυτικό κόσμο του 21ου αιώνα, φοβήθηκα να του δώσω πολλή σημασία, ενώ εκείνος μου μιλούσε ακατάπαυστα για την Άννα. Εντός πενταλέπτου με σκουντάει ελαφρώς και δείχνοντάς μου προς τα πάνω μου λέει:
- "Βλέπεις την κυρία με το ριγέ φόρεμα και την καφέ τσάντα;"
Προς μεγάλη μου έκπληξη κι ακόμα μεγαλύτερη ντροπή για τις προαναφερθείσες σκέψεις μου, η κυρία τον χαιρέτησε έντονα με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά, το οποίο γυρνώντας να τον κοιτάξω, είδα ότι του είχε μεταδώσει.
- "Η Άννα;", ρώτησα συνεσταλμένα.
- "Η Άννα!", απάντησε, λες και μόνο η αναφορά του ονόματος της του χάριζε χρόνια ζωής. "Ευχαριστώ για την παρέα, αλλά θα πάω στο κορίτσι μου τώρα.". Χαιρετηθήκαμε με τις καρδιές μας να κοντεύουν να σκάσουν από συγκίνηση για διαφορετικούς λόγους η καθεμία.
Μέσα σε δύο ώρες είχα γίνει μάρτυρας σε δύο αντιδιαμετρικές ιστορίες αγάπης που με άφησαν σαστισμένη να αναρωτιέμαι αν τελικά υπάρχει μεγαλύτερη κινητήριος δύναμη στην ζωή από την αγάπη. Ο νους, συνηθισμένος να έχει το πάνω χέρι για σχεδόν 27 χρόνια, φώναξε "ΝΑΙ!" πασχίζοντας να διατηρήσει την κυριαρχία του. Η καρδιά, με την γνώση ότι πλέον είχε εκείνη την απόλυτη εξουσία, ψιθύρισε απαλά "όχι."
10/07/2018,
Γωγώ Μακρή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου